- επιληκώ
- ἐπιληκῶ, -έω (Α)επιδοκιμάζω με φωνές, επικροτώ («ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα... κοῡροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι» — έπειτα χόρεψαν αυτοί οι δυο και οι άλλοι νέοι κρατούσαν το ρυθμό με φωνές, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληκώ «κραυγάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.